ολισθητήρας

ολισθητήρας
και ολισθήρας, ο
1. εξάρτημα εργαλειομηχανής ή άλλης μηχανής το οποίο έχει τη δυνατότητα να εκτελεί κίνηση προχωρητική ή περιστροφική ολισθαίνοντας σε μία επιφάνεια
2. στρ. το τμήμα τού πυροβόλου που συνδέεται με την κάννη και κινείται μαζί με αυτήν κατά την ανάκρουση και οπισθοδρόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολισθάνω. Η λ., στον λόγιο τ. ολισθητήρ, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιονολισθητήρας — ο, Ν έλκηθρο που προωθείται είτε με τα πόδια είτε με χιονοδρομική ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + ολισθητήρας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”